- ακρατής
- -ές (Α ἀκρατής)(με ηθ. σημ.) αυτός που δεν μπορεί να συγκρατήσει τα πάθη του, να επιβληθεί στον εαυτό του, ασυγκράτητος, έκλυτοςαρχ.1. ο δίχως σωματική δύναμη, αδύναμος2. αυτός που δεν έχει εξουσία, επιβολή πάνω σε κάτι3. αυτός που δεν κρατά το μέτρο στη χρήση ενός πράγματος, αχαλίνωτος4. (για πράγματα) ο χωρίς έλεγχο ή μέτρο, ανεξέλεγκτος, άμετρος5. (Νομ.) ο άκυρος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + -κρατὴς < κράτος*.ΠΑΡ. ακράτειααρχ.ἀκρατεύομαι, ἀκρατόεις, ἀκρατῶμσν.ἀκρατοσύνη.ΣΥΝΘ. αρχ. ἀκρατόγελωςμσν.- νεοελλ.ἀκρατοπότηςμσν.ἀκρατόστομος, ἀκρατόφρων].
Dictionary of Greek. 2013.